στᾶσ'

στᾶσ'
στᾶσα , ἵστημι
make to stand
aor part act fem nom/voc sg
στᾶσι , ἵστημι
make to stand
aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic)
στᾶσαι , ἵστημι
make to stand
aor part act fem nom/voc pl
στᾶσαι , ἵστημι
make to stand
aor imperat mid 2nd sg (doric)
στᾶσαι , ἵστημι
make to stand
aor inf act (doric)
στᾶσα , ἵστημι
make to stand
aor ind act 1st sg (doric)
στᾶσε , ἵστημι
make to stand
aor ind act 3rd sg (doric)
στᾶσα , στάζω
drop
fut part act fem nom/voc sg (doric)
στᾶσι , στάζω
drop
fut part act masc/neut dat pl (doric)
στᾶσαι , στάζω
drop
fut part act fem nom/voc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • κανονίδι — (I) το συνεχής κανονιοβολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (Ι) + κατάλ. ίδι (II)* (πρβλ. μπουν ίδι, τουφεκ ίδι)]. (II) το κανόνι (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (ΙΙ) + κατάλ. ίδι (Ι)* (πρβλ. παιχν ίδι, στασ ίδι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”